εμπυούμαι

εμπυούμαι
ἐμπυοῡμαι (-όομαι) (Α)
μεταβάλλομαι σε πύον, διαπυούμαι, ομπυάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπυΐσκω — ἐμπυΐσκω (Α) (αμτθ.) γεμίζω πύον, εμπυούμαι (συνήθ. το μέσ. «ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι» αρχίζει να μεταβάλλεται σε πύον, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • εμπυάζω — και ομπυάζω (για τραύματα, πληγές, σπειριά κ.λπ.) σχηματίζω πύον, εμπυούμαι …   Dictionary of Greek

  • εμπυώ — (I) ἐμπυῶ ( έω) σχηματίζω πύον, ομπυάζω. (II) ( όω) (AM ἐμπυῶ) (συνήθ. το μέσ.) εμπυούμαι ( όομαι) προκαλώ εμπύηση, μεταβάλλω σε πύον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”